- στόπα
- το, Νμετρολ. πολωνική μονάδα μήκους που είναι ισοδύναμη με 0, 288 μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek